προσκυνητής — worshipper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που προσκυνάει, που λατρεύει: ...Και γκαρδιακά να σκύβει, προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης (Παλαμάς). 2. πιστός που πηγαίνει σε ιερό προσκύνημα, αλλ. πελεγρίνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσκυνητῆς — προσκυνητός to be worshipped fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνηταῖς — προσκυνητής worshipper masc dat pl προσκυνητός to be worshipped fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνηταί — προσκυνητής worshipper masc nom/voc pl προσκυνητός to be worshipped fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητοῦ — προσκυνητής worshipper masc gen sg προσκυνητός to be worshipped masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητῇ — προσκυνητής worshipper masc dat sg (attic epic ionic) προσκυνητός to be worshipped fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητήν — προσκυνητής worshipper masc acc sg (attic epic ionic) προσκυνητός to be worshipped fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητῶν — προσκυνητής worshipper masc gen pl προσκυνητός to be worshipped fem gen pl προσκυνητός to be worshipped masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητά — προσκυνητά̱ , προσκυνητής worshipper masc nom/voc/acc dual προσκυνητής worshipper masc voc sg προσκυνητής worshipper masc nom sg (epic) προσκυνητός to be worshipped neut nom/voc/acc pl προσκυνητά̱ , προσκυνητός to be worshipped fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)